μαγνιά
Смотреть что такое "μαγνιά" в других словарях:
μαγνιά — η λεπτό και αραιό αραχνοΰφαντο ύφασμα, πέπλο, μαγνάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός», + κατάλ. ιά, με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ. μαγνάδι)] … Dictionary of Greek
μαγνιά — η λεπτό και αραιό αραχνοΰφαντο ύφασμα, πέπλο, μαγνάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός», + κατάλ. ιά, με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ. μαγνάδι)] … Dictionary of Greek